- αστούριος
- (astur). Γένος αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών. Έχουν μικρό ράμφος και φέρουν στο πάνω σαγόνι τους ατροφικό δόντι. Τρέφονται με μικρότερα πουλιά που τα αρπάζουν καθώς πετούν. Στο γένος τους ανήκουν γύρω στα 20 είδη, από τα οποία το γνωστότερο στον τόπο μας είναι ο α. o βραχυκέφαλος.
Dictionary of Greek. 2013.