αστούριος

αστούριος
(astur). Γένος αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών. Έχουν μικρό ράμφος και φέρουν στο πάνω σαγόνι τους ατροφικό δόντι. Τρέφονται με μικρότερα πουλιά που τα αρπάζουν καθώς πετούν. Στο γένος τους ανήκουν γύρω στα 20 είδη, από τα οποία το γνωστότερο στον τόπο μας είναι ο α. o βραχυκέφαλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • Αστούριας — (Asturias). Αυτόνομη επαρχία (10.604 τ. χλμ., 1.062.998 κάτ. το 2001) της βόρειας Ισπανίας προς τον Βισκαϊκό κόλπο. Περιβάλλεται στα Ν από τα Κανταβρικά όρη από τα οποία κατεβαίνουν διάφοροι ποταμοί προς τη θάλασσα (Ναλόν, Αένα, Ναβία, Σέλα) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”